- αὐτοπωλικός
- αὐτο-πωλικός, ή, όν, = foreg.: -κή (sc. τέχνη), ἡ,A trade of an αὐτοπώλης, opp. ἐμπορική, καπηλική, Pl.Sph.223d, cf. 224e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοπωλικός — αὐτοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτοπώλης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτοπωλική το επαγγελμα του αυτοπώλη … Dictionary of Greek
αὐτοπωλικόν — αὐτοπωλικός trade of an masc acc sg αὐτοπωλικός trade of an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπωλική — αὐτοπωλικός trade of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπωλικήν — αὐτοπωλικός trade of an fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek